- ἐγκαίρια
- ἔγκαιροςtimelyneut nom/voc/acc plἐγκαίριοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκαιρία — ἐγκαιρία, η (AM) κατάλληλος καιρός … Dictionary of Greek
ἐγκαιρίας — ἐγκαιρίᾱς , ἐγκαιρία seasonableness fem acc pl ἐγκαιρίᾱς , ἐγκαιρία seasonableness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιρίη — ἐγκαιρία seasonableness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… … Dictionary of Greek